- μεταλλοβιομηχανία
- η металлопромышленность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλλοβιομηχανία — η η βιομηχανία εξαγωγής μετάλλων από τα ορυκτά και περαιτέρω επεξεργασίας τους … Dictionary of Greek
μεταλλοβιομηχανία — η η βιομηχανία που αναλαμβάνει την εξαγωγή ή την κατεργασία των μετάλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροψεκασμός — Ο ψεκασμός που γίνεται με τη βοήθεια αεροψεκαστήρα. Μεγάλη χρήση α. γίνεται στη γεωργία και στη βιομηχανία. Με α. ψεκάζουν όλα τα γεωργικά φάρμακα στις διάφορες καλλιέργειες. Στη βιομηχανία και ειδικότερα στη μεταλλοβιομηχανία, με α.… … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
τελλούριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Te· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων ή πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 52, ατομικό βάρος 127,61, 8 σταθερά ισότοπα, με αριθμό μάζας από 120 έως 130 και 14 τεχνητά ραδιενεργά. Βρίσκεται… … Dictionary of Greek
Σάρεϋ — (Surrey). Κομητεία της Μεγάλης Βρετανίας στο ΝΑ τμήμα της Αγγλίας, μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της που περιλαμβάνει και τη ΒΑ πλευρά του Λονδίνου (1679 τ. χλμ., 999800 κάτ.). Το έδαφος αποτελείται από κυματοειδείς λόφους και… … Dictionary of Greek